Τήνιος

Τήνιος
-α, -ο / Τήνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ [Τῆνος]
1. (το αρσ. και το θηλ.) ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τηνιακός
2. (ως προσηγορικό) αυτός που προέρχεται από την Τήνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τήνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήνιος — θηλ. ία και Τηνιακός θηλ. ιά και ή ο κάτοικος της Τήνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τηνίων — Τήνιος fem gen pl Τήνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηνίοις — Τήνιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηνίους — Τήνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήνια — Τήνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήνιοι — Τήνιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τηνία — Τηνίᾱ , Τήνιος fem nom/voc/acc dual Τηνίᾱ , Τήνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνιακός — και ντηνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Τήνο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Τηνιακός και η Τηνιακή ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τήνιος …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”